- Αἰσυήτης
- Αἰσυήτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αἰσυήτην — Αἰσυήτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσυήτου — Αἰσυήτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aesyétes — AESYÉTES, æ, Græc. Ἀισυήτης, ου, ein Trojaner, dessen Sohn, Alkathous, Idomeneus erlegete. Hom. Il. Ν. v. 427 … Gründliches mythologisches Lexikon
αισυμνώ — αἰσυμνῶ ( άω) (Α) 1. άρχω, κυβερνώ, διοικώ 2. κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν δεν πρόκειται για δάνειο από κάποια ασιατική γλώσσα με βάση τον τ. αἰσυμν , που εκ τών υστέρων συνδέθηκε παρετυμολογικά προς το αἶσα … Dictionary of Greek
Αἰσυήταο — Αἰσυήτᾱο , Αἰσυήτης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)